νεόθηκτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | νεόθηκτος | τὸ | νεόθηκτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | νεοθήκτου | τοῦ | νεοθήκτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | νεοθήκτῳ | τῷ | νεοθήκτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νεόθηκτον | τὸ | νεόθηκτον | ||
κλητική ὦ! | νεόθηκτε | νεόθηκτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | νεόθηκτοι | τὰ | νεόθηκτᾰ | ||
γενική | τῶν | νεοθήκτων | τῶν | νεοθήκτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | νεοθήκτοις | τοῖς | νεοθήκτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | νεοθήκτους | τὰ | νεόθηκτᾰ | ||
κλητική ὦ! | νεόθηκτοι | νεόθηκτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεοθήκτω | τὼ | νεοθήκτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | νεοθήκτοιν | τοῖν | νεοθήκτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεόθηκτος < νεό- + αρχαία ελληνική grc < (θηγ > θηκ- , ρήμα θήγω) + -τος
Επίθετο
επεξεργασίανεόθηκτος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- νεόθηκτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.