νεοθήξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
νεοθηγ | ||||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | νεοθήξ | οἱ/αἱ | νεοθῆγες | ||||
γενική | τοῦ/τῆς | νεοθῆγος | τῶν | νεοθήγων | ||||
δοτική | τῷ/τῇ | νεοθῆγῐ | τοῖς/ταῖς | νεοθῆξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν/τὴν | νεοθῆγᾰ | τοὺς/τὰς | νεοθῆγᾰς | ||||
κλητική ὦ! | νεοθήξ | νεοθῆγες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | νεοθῆγε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | νεοθῆγοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'νεοθήξ' όπως «νεοθήξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανεοθήξ, -ῆγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του νεοθηγής → δείτε τη λέξη νεόθηκτος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- δωρικός τύπος : νεοθάξ, -ᾶγος
Πηγές
επεξεργασία- νεοθήξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νεοθήξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.