Δείτε επίσης: νεφρικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφριδικός η νεφριδική το νεφριδικό
      γενική του νεφριδικού της νεφριδικής του νεφριδικού
    αιτιατική τον νεφριδικό τη νεφριδική το νεφριδικό
     κλητική νεφριδικέ νεφριδική νεφριδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφριδικοί οι νεφριδικές τα νεφριδικά
      γενική των νεφριδικών των νεφριδικών των νεφριδικών
    αιτιατική τους νεφριδικούς τις νεφριδικές τα νεφριδικά
     κλητική νεφριδικοί νεφριδικές νεφριδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεφριδικός < νεφρίδιο + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

νεφριδικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία