Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεφελοειδής η νεφελοειδής το νεφελοειδές
      γενική του νεφελοειδούς* της νεφελοειδούς του νεφελοειδούς
    αιτιατική τον νεφελοειδή τη νεφελοειδή το νεφελοειδές
     κλητική νεφελοειδή(ς) νεφελοειδής νεφελοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεφελοειδείς οι νεφελοειδείς τα νεφελοειδή
      γενική των νεφελοειδών των νεφελοειδών των νεφελοειδών
    αιτιατική τους νεφελοειδείς τις νεφελοειδείς τα νεφελοειδή
     κλητική νεφελοειδείς νεφελοειδείς νεφελοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεφελοειδής < ελληνιστική κοινή νεφελοειδής < αρχαία ελληνική νεφέλη + -ειδής

  Επίθετο επεξεργασία

νεφελοειδής

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία