Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νευροχημικό τα νευροχημικά
      γενική του νευροχημικού των νευροχημικών
    αιτιατική το νευροχημικό τα νευροχημικά
     κλητική νευροχημικό νευροχημικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροχημικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου νευροχημικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.vɾo.çi.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νευ‐ρο‐χη‐μι‐κός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροχημικό αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

νευροχημικό