νευροδιέγερση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νευροδιέγερση | οι | νευροδιεγέρσεις |
γενική | της | νευροδιέγερσης* | των | νευροδιεγέρσεων |
αιτιατική | τη | νευροδιέγερση | τις | νευροδιεγέρσεις |
κλητική | νευροδιέγερση | νευροδιεγέρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νευροδιεγέρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νευροδιέγερση < νευρο- + διέγερση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neurostimulation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νευροδιέγερση θηλυκό
- (ιατρική) η αποστολή ήπιων ηλεκτρικών παλμών προς το νευρικό σύστημα, οι οποίοι διακόπτουν ή καλύπτουν τα σήματα του πόνου που οδεύουν προς τον εγκέφαλο
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- neurostimulation στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νευροδιέγερση