Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νευροδιέγερση οι νευροδιεγέρσεις
      γενική της νευροδιέγερσης* των νευροδιεγέρσεων
    αιτιατική τη νευροδιέγερση τις νευροδιεγέρσεις
     κλητική νευροδιέγερση νευροδιεγέρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, νευροδιεγέρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευροδιέγερση < νευρο- + διέγερση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neurostimulation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νευροδιέγερση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία