νευροδιεγέρτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νευροδιεγέρτης < νευροδιέγερση + -της ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neurostimulator)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανευροδιεγέρτης αρσενικό
- (ιατρική) συσκευή που προκαλεί νευροδιέγερση
Μεταφράσεις
επεξεργασία νευροδιεγέρτης