Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευρογενής η νευρογενής το νευρογενές
      γενική του νευρογενούς* της νευρογενούς του νευρογενούς
    αιτιατική τον νευρογενή τη νευρογενή το νευρογενές
     κλητική νευρογενή(ς) νευρογενής νευρογενές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευρογενείς οι νευρογενείς τα νευρογενή
      γενική των νευρογενών των νευρογενών των νευρογενών
    αιτιατική τους νευρογενείς τις νευρογενείς τα νευρογενή
     κλητική νευρογενείς νευρογενείς νευρογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευρογενής < νευρο- + -γενής, λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neurogenic • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ne.vɾo.ʝeˈnis/

  Επίθετο επεξεργασία

νευρογενής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία