Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νευριαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νευριαστικ
ός
η
νευριαστικ
ή
το
νευριαστικ
ό
γενική
του
νευριαστικ
ού
της
νευριαστικ
ής
του
νευριαστικ
ού
αιτιατική
τον
νευριαστικ
ό
τη
νευριαστικ
ή
το
νευριαστικ
ό
κλητική
νευριαστικ
έ
νευριαστικ
ή
νευριαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νευριαστικ
οί
οι
νευριαστικ
ές
τα
νευριαστικ
ά
γενική
των
νευριαστικ
ών
των
νευριαστικ
ών
των
νευριαστικ
ών
αιτιατική
τους
νευριαστικ
ούς
τις
νευριαστικ
ές
τα
νευριαστικ
ά
κλητική
νευριαστικ
οί
νευριαστικ
ές
νευριαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νευριαστικός
<
νευριάζω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
νευριαστικός
άλλη μορφή
του
εκνευριστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νευριαστικός
→
δείτε
τη λέξη
εκνευριστικός