Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νετρονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
νετρονικ
ός
η
νετρονικ
ή
το
νετρονικ
ό
γενική
του
νετρονικ
ού
της
νετρονικ
ής
του
νετρονικ
ού
αιτιατική
τον
νετρονικ
ό
τη
νετρονικ
ή
το
νετρονικ
ό
κλητική
νετρονικ
έ
νετρονικ
ή
νετρονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
νετρονικ
οί
οι
νετρονικ
ές
τα
νετρονικ
ά
γενική
των
νετρονικ
ών
των
νετρονικ
ών
των
νετρονικ
ών
αιτιατική
τους
νετρονικ
ούς
τις
νετρονικ
ές
τα
νετρονικ
ά
κλητική
νετρονικ
οί
νετρονικ
ές
νετρονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
νετρονικός
<
νετρόνιο
Επίθετο
επεξεργασία
νετρονικός, -ή, -ό
σχετικός με τα
νετρόνια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νετρονικός
γαλλικά
:
neutronique
(fr)