Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νετρονικός η νετρονική το νετρονικό
      γενική του νετρονικού της νετρονικής του νετρονικού
    αιτιατική τον νετρονικό τη νετρονική το νετρονικό
     κλητική νετρονικέ νετρονική νετρονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νετρονικοί οι νετρονικές τα νετρονικά
      γενική των νετρονικών των νετρονικών των νετρονικών
    αιτιατική τους νετρονικούς τις νετρονικές τα νετρονικά
     κλητική νετρονικοί νετρονικές νετρονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νετρονικός < νετρόνιο

  Επίθετο επεξεργασία

νετρονικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία