Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

neutronique < neutron

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
neutronique neutroniques

neutronique (fr) αρσενικό ή θηλυκό