νερολαδιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νερολαδιά | οι | νερολαδιές |
γενική | της | νερολαδιάς | των | νερολαδιών |
αιτιατική | τη | νερολαδιά | τις | νερολαδιές |
κλητική | νερολαδιά | νερολαδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νερολαδιά θηλυκό
- (ιδιωματικό, γαστρονομία) ξεροκόμματο ψωμιού που έχει μουσκευτεί και στυφτεί για να χρησιμοποιηθεί σε μαγειρική δημιουργία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νερολαδιά
|