Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βρεχτούρα οι βρεχτούρες
      γενική της βρεχτούρας
    αιτιατική τη βρεχτούρα τις βρεχτούρες
     κλητική βρεχτούρα βρεχτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρεχτούρα < βρέχω + -τούρα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾeˈxtu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρε‐χτού‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βρεχτούρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βρέχω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. 2,0 2,1 Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .