βρεκτηρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | βρεκτηρία | αἱ | βρεκτηρίαι | ||||
γενική | τῆς | βρεκτηρίας | τῶν | βρεκτηριῶν | ||||
δοτική | τῇ | βρεκτηρίᾳ | ταῖς | βρεκτηρίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | βρεκτηρίαν | τὰς | βρεκτηρίας | ||||
κλητική ὦ! | βρεκτηρία | βρεκτηρίαι | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βρεκτηρία < βρέχω + -τηρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβρεκτηρία θηλυκό
- (καθαρεύουσα) βρέχτης, καταβρεχτήρι, ραντιστήρι
- ιδίως ο βρέχτης των σιδηρουργών «παρὰ τοῖς σιδηρουργοῖς πρὸς κατάσβεσιν τῆς πυρᾶς ἢ πρὸς διαβροχὴν τῶν διαφόρων μεταλλικῶν εἰδῶν κατὰ τὴν ἐπεξεργασίαν» [1]
- ≈ συνώνυμα: ράντιστρον
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βρέχω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .