ξεροκόμματο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεροκόμματο < ξερό + κομμάτι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεροκόμματο ουδέτερο
- το ξερό ψωμί, συνήθως που περισσεύει μετά το φαγητό
- Πέταξε στο ζητιάνο ένα ξεροκόμματο
- (μεταφορικά) το ασήμαντο τρόφιμο, η ασήμαντη απολαβή
- για ένα ξεροκόμματο αναγνώρισης χάνουμε τον αληθινό μας εαυτό και γινόμαστε εκείνο που θέλουν οι άλλοι
- Δουλεύω για ένα ξεροκόμματο, αλλά πού αλλού να βρω δουλειά;