↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεολαμπής η νεολαμπής το νεολαμπές
      γενική του νεολαμπούς* της νεολαμπούς του νεολαμπούς
    αιτιατική τον νεολαμπή τη νεολαμπή το νεολαμπές
     κλητική νεολαμπή(ς) νεολαμπής νεολαμπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεολαμπείς οι νεολαμπείς τα νεολαμπή
      γενική των νεολαμπών των νεολαμπών των νεολαμπών
    αιτιατική τους νεολαμπείς τις νεολαμπείς τα νεολαμπή
     κλητική νεολαμπείς νεολαμπείς νεολαμπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεολαμπής < ελληνιστική κοινή νεολαμπής < αρχαία ελληνική νέος + λάμπω

  Επίθετο

επεξεργασία

νεολαμπής

  1. (κυριολεκτικά) που έχει λάμψει πρόσφατα
  2. (μεταφορικά) άλλη μορφή του καινοφανής
  3. (αστρονομία) άλλη μορφή του καινοφανής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία