νεολαμπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νεολαμπής | η | νεολαμπής | το | νεολαμπές |
γενική | του | νεολαμπούς* | της | νεολαμπούς | του | νεολαμπούς |
αιτιατική | τον | νεολαμπή | τη | νεολαμπή | το | νεολαμπές |
κλητική | νεολαμπή(ς) | νεολαμπής | νεολαμπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νεολαμπείς | οι | νεολαμπείς | τα | νεολαμπή |
γενική | των | νεολαμπών | των | νεολαμπών | των | νεολαμπών |
αιτιατική | τους | νεολαμπείς | τις | νεολαμπείς | τα | νεολαμπή |
κλητική | νεολαμπείς | νεολαμπείς | νεολαμπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεολαμπής < ελληνιστική κοινή νεολαμπής < αρχαία ελληνική νέος + λάμπω
Επίθετο
επεξεργασίανεολαμπής
- (κυριολεκτικά) που έχει λάμψει πρόσφατα
- (μεταφορικά) άλλη μορφή του καινοφανής
- (αστρονομία) άλλη μορφή του καινοφανής
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία νεολαμπής
|