Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεοαναπτυσσόμενος η νεοαναπτυσσόμενη το νεοαναπτυσσόμενο
      γενική του νεοαναπτυσσόμενου της νεοαναπτυσσόμενης του νεοαναπτυσσόμενου
    αιτιατική τον νεοαναπτυσσόμενο τη νεοαναπτυσσόμενη το νεοαναπτυσσόμενο
     κλητική νεοαναπτυσσόμενε νεοαναπτυσσόμενη νεοαναπτυσσόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεοαναπτυσσόμενοι οι νεοαναπτυσσόμενες τα νεοαναπτυσσόμενα
      γενική των νεοαναπτυσσόμενων των νεοαναπτυσσόμενων των νεοαναπτυσσόμενων
    αιτιατική τους νεοαναπτυσσόμενους τις νεοαναπτυσσόμενες τα νεοαναπτυσσόμενα
     κλητική νεοαναπτυσσόμενοι νεοαναπτυσσόμενες νεοαναπτυσσόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεοαναπτυσσόμενος < νεο- + αναπτυσσόμενος

  Μετοχή επεξεργασία

νεοαναπτυσσόμενος

  Μεταφράσεις επεξεργασία