νεοαναπτυσσόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νεοαναπτυσσόμενος < νεο- + αναπτυσσόμενος
Μετοχή
επεξεργασίανεοαναπτυσσόμενος
- που πρόσφατα αναπτύχθηκε ή αναπτύσσεται
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεοαναπτυσσόμενος
|
νεοαναπτυσσόμενος
|