νεκροθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανεκροθήκη θηλυκό
- μέρος στο οποίο τοποθετείται νεκρός
≈ συνώνυμα: φέρετρο, σαρκοφάγος, οστεοθήκη , λειψανοθήκη, υδρία για τοποθέτηση της σποδού του νεκρού (στην αρχαιότητα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία νεκροθήκη
|