Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναροντνικισμός οι ναροντνικισμοί
      γενική του ναροντνικισμού των ναροντνικισμών
    αιτιατική τον ναροντνικισμό τους ναροντνικισμούς
     κλητική ναροντνικισμέ ναροντνικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναροντνικισμός < ρωσική народничество < από το народ (λαός) + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ναροντνικισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία