ναροντνικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναροντνικισμός < ρωσική народничество < από το народ (λαός) + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναροντνικισμός αρσενικό
- (ιστορία, πολιτική) ο ρωσικός λαϊκισμός ή ποπουλισμός, επαναστατικό κίνημα (αναρχο-σοσιαλιστικού προσανατολισμού) στην τσαρική Ρωσία που επιδίωκε την ανατροπή της απολυταρχίας, δίνοντας έμφαση στη λειτουργία της παραδοσιακής αγροτικής κοινότητας και στη δράση των αγροτών
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναροντνικισμός
|