↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναρχισμός οι αναρχισμοί
      γενική του αναρχισμού των αναρχισμών
    αιτιατική τον αναρχισμό τους αναρχισμούς
     κλητική αναρχισμέ αναρχισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναρχισμός < αναρχία + -ισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναρχισμός αρσενικό

  1. κοινωνικοοικονομική και πολιτική θεωρία και πρακτική που επιδιώκει την κατάργηση του κράτους και μια κοινωνία βασισμένη στην αυτοοργάνωση και την αυτοδιαχείριση των ανθρώπων, χωρίς την ύπαρξη κεντρικής εξουσίας
  2. πολιτικό δόγμα που πρεσβεύει ότι η πολιτική εξουσία, με οποιαδήποτε μορφή, δεν είναι αναγκαία, ούτε επιθυμητή.
    πολλές ομάδες που εφαρμόζουν τον αναρχισμό στις δικές τους λειτουργίες παίρνουν αποφάσεις ομόφωνα αντί να προβούν σε ψηφοφορία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία