Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοοργάνωση οι αυτοοργανώσεις
      γενική της αυτοοργάνωσης των αυτοοργανώσεων
    αιτιατική την αυτοοργάνωση τις αυτοοργανώσεις
     κλητική αυτοοργάνωση αυτοοργανώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοοργάνωση < αυτο- + οργάνωση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.fto.oɾˈɣa.no.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐ορ‐γά‐νω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοοργάνωση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr