Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.naʁ.ʃizm/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
anarchisme anarchismes

anarchisme (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία