ναρόντνικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ναρόντνικος < ρωσική народник + -ος < народ (λαός) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαναρόντνικος αρσενικό
- (ιστορία, πολιτική) μέλος ή οπαδός του κινήματος του ναροντνικισμού
- ※ Ο ναρόντνικος Περικλής Αργυρόπουλος […] αναμίχθηκε σε επαναστατικούς φοιτητικούς κύκλους της Μόσχας και ανέπτυξε μεγάλη πολιτική δραστηριότητα […] για την επαναστατική εξέγερση των αγροτών κατά της τσαρικής απολυταρχίας.
- (Μιχάλης Δημητρίου, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα (Αθήνα: Πλέθρον, 1985), σ. 27.
- ※ Ο ναρόντνικος Περικλής Αργυρόπουλος […] αναμίχθηκε σε επαναστατικούς φοιτητικούς κύκλους της Μόσχας και ανέπτυξε μεγάλη πολιτική δραστηριότητα […] για την επαναστατική εξέγερση των αγροτών κατά της τσαρικής απολυταρχίας.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ναρόντνικος
|