↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νανοπλαστικό τα νανοπλαστικά
      γενική του νανοπλαστικού των νανοπλαστικών
    αιτιατική το νανοπλαστικό τα νανοπλαστικά
     κλητική νανοπλαστικό νανοπλαστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νανοπλαστικό < νανο- + πλαστικό (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nanoplastic)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νανοπλαστικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία