νανοπλαστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νανοπλαστικό < νανο- + πλαστικό (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική nanoplastic)
Ουσιαστικό
επεξεργασίανανοπλαστικό ουδέτερο
- (νεολογισμός) μικροσωματίδιο πλαστικού σε μέγεθος νανομέτρων
- ※ To εμφιαλωμένο νερό περιέχει «εκατοντάδες χιλιάδες αόρατα νανοπλαστικά». Πρόκειται για νανοπλαστικά, τόσο μικροσκοπικά, που μπορούν να περάσουν από τα έντερα και τους πνεύμονες απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος και στη συνέχεια σε όργανα, όπως η καρδιά και ο εγκέφαλος, ή και μέσω του πλακούντα ακόμα και στα σώματα των εμβρύων. (www.kathimerini.gr, 09.01.2024)
Μεταφράσεις
επεξεργασία νανοπλαστικό