νάρδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | νάρδος | οι | νάρδοι |
γενική | του | νάρδου | των | νάρδων |
αιτιατική | τον | νάρδο | τους | νάρδους |
κλητική | νάρδε | νάρδοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- νάρδος < αρχαία ελληνική νάρδος < εβραϊκή ή αραμαϊκή < σανσκριτική naladam
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νάρδος αρσενικό ή θηλυκό
- το φυτό βαλεριάνα
- (συνεκδοχικά) το αιθέριο έλαιο που παράγεται από το φυτό βαλεριάνα κι έχει καταπραϋντικές ιδιότητες
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νάρδος θηλυκό
- ονομασία διάφορων αρωματικών φυτών
- ἡ οὖν Μαριὰμ λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου ἤλειψεν τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξεν ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ· ἡ δὲ οἰκία ἐπληρώθη ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ μύρου. (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 12.3.1)