Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μόνιππο τα μόνιππα
      γενική του μόνιππου των μόνιππων
    αιτιατική το μόνιππο τα μόνιππα
     κλητική μόνιππο μόνιππα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μόνιππο στην Αγγλία (1897)

  Ετυμολογία επεξεργασία

μόνιππο < μόν- + ίππ(ος) + -ο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à un cheval ή από την αγγλική one-horse. Διαφορετικη η αρχαία ελληνική μόνιππος (άλογο χωρίς ταίρι, άλογο ιππασίας).[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmo.ni.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μό‐νιπ‐πο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μόνιππο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία