μόνιππο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μόνιππο | τα | μόνιππα |
γενική | του | μόνιππου | των | μόνιππων |
αιτιατική | το | μόνιππο | τα | μόνιππα |
κλητική | μόνιππο | μόνιππα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μόνιππο < μόν- + ίππ(ος) + -ο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à un cheval ή από την αγγλική one-horse. Διαφορετικη η αρχαία ελληνική μόνιππος (άλογο χωρίς ταίρι, άλογο ιππασίας).[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmo.ni.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μό‐νιπ‐πο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμόνιππο ουδέτερο
- (μέσο μεταφορών) όχημα (άμαξα) που σέρνεται από ένα μόνο άλογο
- ※ Τραμβάι και τραμβαγιέρηδες, ράθυμες βικτόριες, μόνιππα, κουδουνάτα μπιχλιμπιδάτα λαντό πηγαινοέρχονταν φουριόζικα αλέγκρα κουβαλώντας τους καλοζωισμένους άρχοντές της στην αποβάθρα (Βασίλης Ι. Τζανακάρης, Εάλω η Σμύρνη. Δακρυσμένη Μικρασία 1919-1922, εκδ. Μεταίχμιο, 2022 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μόνιππο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας