Ετυμολογία

επεξεργασία
μυωξία < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μυωξία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυωξία θηλυκό

  1. ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά
    ※  11ος αιώνας, Μιχαήλ Ψελλός, Oratoria minora, @catholiclibrary.org
    κἀγὼ μὲν ἐπὶ μεῖζον αἴρομαι καὶ πτερύσσομαι, ὑμῖν δὲ αὖθις αἱ μυωξίαι ἡ συνήθης καταφυγή. ἐστὲ δὲ εὐήθεις οὐδὲν ἧττον ἢ κακοήθεις· δέον γὰρ τοῖς ἰσοπάλοις ἀνταγωνίζεσθαι καὶ τοῖς ἴσοις ὅλως ἀνθαμιλλᾶσθαι, ὑμεῖς ὥσπερ κακοὶ κύνες τὸν μὲν λαγωὸν οὐ μεταδιώκετε, εἰθισμένοι τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τῶν ἠθάδων καὶ προσεχῶν ἀπογνόντες, ὧν οὐκ ἐφικνεῖσθε τῇ φύσει, κατὰ τούτων ἐνάλλεσθε.
    ※  11ος αιώνας, Μιχαήλ Ψελλός, Oratoria minora, @catholiclibrary.org
    οἱ δὲ ἄλλος ἀλλαχόθεν τῶν μυωξιῶν καὶ τῶν σπηλύγγων ἐκπεπηδήκασιν, ὁ μέν τις παλαιστιαῖος, ὁ δὲ καὶ παρ' ἐνίους τῶν δακτύλων, καὶ ἄλλος βραχεῖ τῳ μείζων.
  2. (γενικότερα) φωλιά ζώου, τρύπα
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Γ', στίχ. 9 (8-12) @anemi.lib.uoc.gr
    Καὶ θαύμασον τοῦ μύρμηκος τὴν τηλικαύτην τόλμαν,
    πῶς ὅλως ἔξω γέγονε τῆς τούτου μυωξίας
    καὶ τρέχειν ἴσως ὥρμησε τοῖς ἰσχυροῖς θηρίοις,
    ἀκολουθῶν τοῖς ἴχνεσιν ἀφόβως τῶν λεόντων,
    τὴν τῶν ὀνύχων δύναμιν ποσῶς μὴ κεκτημένος.
    D. C. Hesseling & Hubert Pernot (επιμ.), Poèmes prodromiques en grec vulgaire [Verhandelingender Koninklijke Akademie van Wetenschappen te Amsterdam, Afdeeling Letterkunde, Nieuwe Reeks, Deel XI, No 1], Johanes Müller, Amsterdam 1910.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυωξί αἱ μυωξίαι
      γενική τῆς μυωξίᾱς τῶν μυωξιῶν
      δοτική τῇ μυωξί ταῖς μυωξίαις
    αιτιατική τὴν μυωξίᾱν τὰς μυωξίᾱς
     κλητική ! μυωξί μυωξίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυωξί
γεν-δοτ τοῖν  μυωξίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυωξία (ελληνιστική κοινή) < μυωξός + -ία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυωξία, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά
    ※  4ος κε αιώνας Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Επιστολές, [4] ΒΑΣΙΛΕΙΩΙ, @catholiclibrary.org
    Ἐγὼ δέ σου τὸν Πόντον θαυμάσομαι καὶ τὴν ποντικὴν ξουφηρίαν καὶ τὴν φυγῆς ἀξίαν μονήν, τούς τε ὑπὲρ κεφαλῆς λόφους καὶ θῆρας, οἳ τὴν πίστιν ὑμῶν δοκιμάζουσι, καὶ τὴν ὑποκειμένην ἐσχατίαν, εἴτ' οὖν μυωξίαν μετὰ τῶν σεμνῶν ὀνομάτων τοῦ φροντιστηρίου τε καὶ τοῦ μοναστηρίου καὶ τῆς σχολῆς, λόχμας τε ἀγρίων φυτῶν καὶ βαθυκρήμνων ὀρῶν στέφανον ὑφ' ὧν μὴ στεφανοῦσθε, ἀλλὰ συγκλείεσθε, τόν τε μετρούμενον ἀέρα καὶ τὸν ποθούμενον ἥλιον, ὃν ὡς διὰ κάπνης αὐγάζεσθε, ὦ ποντικοὶ Κιμμέριοι καὶ ἀνήλιοι καὶ οὐ τὴν ἑξάμηνον νύκτα μόνον κατακριθέντες, ὃ δή τινες λέγονται, ἀλλ' οὐδὲ ἓν μέρος τῆς ζωῆς ἄσκιον ἔχοντες, μίαν δὲ νύκτα μακρὰν τὸν ἅπαντα βίον καὶ ὄντως « σκιὰν θανάτου », ἵν' εἴπω τὸ τῆς Γραφῆς.
    λείπει η μετάφραση
     συνώνυμα: μυωνιά