↓ πτώσεις
|
ενικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
ο
|
μυστακοφόρος
|
η
|
μυστακοφόρος & μυστακοφόρα
|
το
|
μυστακοφόρο
|
γενική
|
του
|
μυστακοφόρου
|
της
|
μυστακοφόρου & μυστακοφόρας
|
του
|
μυστακοφόρου
|
αιτιατική
|
τον
|
μυστακοφόρο
|
τη
|
μυστακοφόρο & μυστακοφόρα
|
το
|
μυστακοφόρο
|
κλητική
|
|
μυστακοφόρε
|
|
μυστακοφόρε & μυστακοφόρα
|
|
μυστακοφόρο
|
↓ πτώσεις
|
πληθυντικός
|
γένη →
|
αρσενικό
|
θηλυκό
|
ουδέτερο
|
ονομαστική
|
οι
|
μυστακοφόροι
|
οι
|
μυστακοφόροι & μυστακοφόρες
|
τα
|
μυστακοφόρα
|
γενική
|
των
|
μυστακοφόρων
|
των
|
μυστακοφόρων
|
των
|
μυστακοφόρων
|
αιτιατική
|
τους
|
μυστακοφόρους
|
τις
|
μυστακοφόρους & μυστακοφόρες
|
τα
|
μυστακοφόρα
|
κλητική
|
|
μυστακοφόροι
|
|
μυστακοφόροι & μυστακοφόρες
|
|
μυστακοφόρα
|
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
|