→ λείπει η κλίση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μύσταξ (ᾰξ) αρσενικό

  1. λακωνικός & δωρικός τύπος του μάσταξ (θηλυκό, στόμα)
  2. το άνω χείλος
  3. οι τρίχες του άνω χείλους, το μουστάκι
    και στην καθαρεύουσα μύσταξ: το μουστάκι