μυρίκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυρίκη | οι | μυρίκες |
γενική | της | μυρίκης | των | μυρικών |
αιτιατική | τη | μυρίκη | τις | μυρίκες |
κλητική | μυρίκη | μυρίκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυρίκη < αρχαία ελληνική μυρίκη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /miˈɾi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐ρί‐κη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυρίκη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυρίκη
→ δείτε τη λέξη αρμυρίκι |
Πηγές
επεξεργασία- μυρίκη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- μυρίκη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυρίκη < αρχαία ελληνική μυρίκη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυρίκη θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- μυρίκη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μυρίκη | αἱ | μυρῖκαι |
γενική | τῆς | μυρίκης | τῶν | μυρικῶν |
δοτική | τῇ | μυρίκῃ | ταῖς | μυρίκαις |
αιτιατική | τὴν | μυρίκην | τὰς | μυρίκᾱς |
κλητική ὦ! | μυρίκη | μυρῖκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυρίκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μυρίκαιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμυρίκη θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- μυρίκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυρίκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.