Δείτε επίσης: μύξωμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυξωμάτωση οι μυξωματώσεις
      γενική της μυξωμάτωσης* των μυξωματώσεων
    αιτιατική τη μυξωμάτωση τις μυξωματώσεις
     κλητική μυξωμάτωση μυξωματώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυξωματώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μυξωμάτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myxomatosis < myxoma < αρχαία ελληνική μύξα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μυξωμάτωση θηλυκό

  1. (ιατρική, κτηνιατρική) συνήθως θανατηφόρα ιογενής νόσος των κουνελιών, που προκαλεί όγκους στο δέρμα
  2. (ιατρική) κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη πολλών μυξωμάτων

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία