μυξωμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μυξωμάτωση | οι | μυξωματώσεις |
γενική | της | μυξωμάτωσης* | των | μυξωματώσεων |
αιτιατική | τη | μυξωμάτωση | τις | μυξωματώσεις |
κλητική | μυξωμάτωση | μυξωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυξωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μυξωμάτωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική myxomatosis < myxoma < αρχαία ελληνική μύξα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμυξωμάτωση θηλυκό
- (ιατρική, κτηνιατρική) συνήθως θανατηφόρα ιογενής νόσος των κουνελιών, που προκαλεί όγκους στο δέρμα
- (ιατρική) κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ανάπτυξη πολλών μυξωμάτων
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Myxomatosis στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μυξωμάτωση