μπριόζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μπριόζος | η | μπριόζα | το | μπριόζο |
γενική | του | μπριόζου | της | μπριόζας | του | μπριόζου |
αιτιατική | τον | μπριόζο | την | μπριόζα | το | μπριόζο |
κλητική | μπριόζε | μπριόζα | μπριόζο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μπριόζοι | οι | μπριόζες | τα | μπριόζα |
γενική | των | μπριόζων | των | μπριόζων | των | μπριόζων |
αιτιατική | τους | μπριόζους | τις | μπριόζες | τα | μπριόζα |
κλητική | μπριόζοι | μπριόζες | μπριόζα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bɾiˈo.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπρι‐ό‐ζος
Επίθετο
επεξεργασίαμπριόζος, -α, -ο
- που έχει μπρίο
Συγγενικά
επεξεργασία- μπριόζικα
- μπριόζικος
- → δείτε τη λέξη μπρίο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπριόζος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπριόζος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας