Δείτε επίσης: μπριός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπριόζος η μπριόζα το μπριόζο
      γενική του μπριόζου της μπριόζας του μπριόζου
    αιτιατική τον μπριόζο την μπριόζα το μπριόζο
     κλητική μπριόζε μπριόζα μπριόζο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπριόζοι οι μπριόζες τα μπριόζα
      γενική των μπριόζων των μπριόζων των μπριόζων
    αιτιατική τους μπριόζους τις μπριόζες τα μπριόζα
     κλητική μπριόζοι μπριόζες μπριόζα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπριόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική brioso + < brio [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bɾiˈo.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπρι‐ό‐ζος

  Επίθετο επεξεργασία

μπριόζος, -α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία