↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουχέσας οι μπουχέσες
      γενική του μπουχέσα
    αιτιατική τον μπουχέσα τους μπουχέσες
     κλητική μπουχέσα μπουχέσες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουχέσας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /buˈçe.sas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐χέ‐σας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπουχέσας αρσενικό

  1. (μειωτικό, υβριστικό) άτομο που φοβάται εύκολα και οπισθοχωρεί, όταν βρεθεί αντιμέτωπος με δυσκολίες
     συνώνυμα: χέστης, φοβητσιάρης
  2. (μειωτικό, υβριστικό) που είναι νωθρός και χοντρός[1]

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία