μπομπότσιλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπομπότσιλο < αρωμουνική bobu (κόκκος, σπυρί) < πρωτοσλαβική *bobъ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπομπότσιλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ο καρπός της μπομποτσιλιάς
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπομπότσιλο
|