μπορμπότσιλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπορμπότσιλο < μπομπότσιλο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπορμπότσιλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) ο καρπός της μπορμποτσιλιάς
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπορμπότσιλο
|