μπορμποτσιλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπορμποτσιλιά | οι | μπορμποτσιλιές |
γενική | της | μπορμποτσιλιάς | των | μπορμποτσιλιών |
αιτιατική | την | μπορμποτσιλιά | τις | μπορμποτσιλιές |
κλητική | μπορμποτσιλιά | μπορμποτσιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπορμποτσιλιά < μπομποτσιλιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπορμποτσιλιά θηλυκό
- (φυτό) (ιδιωματικό) το δέντρο μελικουκιά
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπορμποτσιλιά
|