μπομποτσιλιά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπομποτσιλιά | οι | μπομποτσιλιές |
γενική | της | μπομποτσιλιάς | των | μπομποτσιλιών |
αιτιατική | την | μπομποτσιλιά | τις | μπομποτσιλιές |
κλητική | μπομποτσιλιά | μπομποτσιλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπομποτσιλιά < αρωμουνική bobu (κόκκος, σπυρί) < πρωτοσλαβική *bobъ (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπομποτσιλιά θηλυκό
- (φυτό) (ιδιωματικό) το δέντρο μελικουκιά
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μπομποτσιλιά
|