μπλάβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μπλάβος | η | μπλάβα | το | μπλάβο |
γενική | του | μπλάβου | της | μπλάβας | του | μπλάβου |
αιτιατική | τον | μπλάβο | την | μπλάβα | το | μπλάβο |
κλητική | μπλάβε | μπλάβα | μπλάβο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μπλάβοι | οι | μπλάβες | τα | μπλάβα |
γενική | των | μπλάβων | των | μπλάβων | των | μπλάβων |
αιτιατική | τους | μπλάβους | τις | μπλάβες | τα | μπλάβα |
κλητική | μπλάβοι | μπλάβες | μπλάβα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπλάβος < (άμεσο δάνειο) ιταλική blavo
Επίθετο
επεξεργασίαμπλάβος, -α, -ο
- που έχει χρώμα βαθυγάλανο
- Καλή ’ναι τούτη η γης, αρέσει μας, σαν το σγουρό σταφύλι // στον μπλάβο αγέρα, Θε μου, κρέμεται, στο δρόλαπα κουνιέται (Ν.Καζαντζάκης, Οδύσσεια, 4-5)
- το μάτι του έγινε μπλάβο από τη γροθιά που έφαγε
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπλάβος
|