Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθυγάλανος η βαθυγάλανη το βαθυγάλανο
      γενική του βαθυγάλανου της βαθυγάλανης του βαθυγάλανου
    αιτιατική τον βαθυγάλανο τη βαθυγάλανη το βαθυγάλανο
     κλητική βαθυγάλανε βαθυγάλανη βαθυγάλανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθυγάλανοι οι βαθυγάλανες τα βαθυγάλανα
      γενική των βαθυγάλανων των βαθυγάλανων των βαθυγάλανων
    αιτιατική τους βαθυγάλανους τις βαθυγάλανες τα βαθυγάλανα
     κλητική βαθυγάλανοι βαθυγάλανες βαθυγάλανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθυγάλανος < βαθυ- + γαλανός

  Επίθετο επεξεργασία

βαθυγάλανος, -η, -ο

  • που έχει σκούρο γαλανό, βαθύ γαλανό χρώμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία