μπιστεριά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπιστεριά | οι | μπιστεριές |
γενική | της | μπιστεριάς | των | μπιστεριών |
αιτιατική | την | μπιστεριά | τις | μπιστεριές |
κλητική | μπιστεριά | μπιστεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπιστεριά < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική bistiri̯áo < σλαβικής προέλευσης peštera (πβ. ρουμανική: peșteră)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπιστεριά θηλυκό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μπιστεριά