peșteră
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- peșteră < σλαβικής προέλευσης peštera (βουλγαρικά) (πβ. (αρωμουνικά) bistiri̯áo, (νέα ελληνική) μπιστιριά)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
peșteră (ro) θηλυκό (πληθυντικός: peșteri)