Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπιγιέτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μπιγιέτ
α
οι
μπιγιέτ
ες
γενική
της
μπιγιέτ
ας
των
μπιγιετ
ών
αιτιατική
την
μπιγιέτ
α
τις
μπιγιέτ
ες
κλητική
μπιγιέτ
α
μπιγιέτ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπιγιέτα
<
αγγλική
billet
<
παλαιά γαλλική
billette
<
bille
(
κούτσουρο
,
κορμός
δέντρου
) <
δημώδης λατινική
*
bilia
<
γαλατική
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπιγιέτα
θηλυκό
ημικατεργασμένο
/
ημιτελές
κομμάτι
/
βέργα
μετάλλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπιγιέτα
αγγλικά
:
billet
(en)
ρωσικά
:
слиток
(ru)
(
slítok
)