Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπερξονικός η μπερξονική το μπερξονικό
      γενική του μπερξονικού της μπερξονικής του μπερξονικού
    αιτιατική τον μπερξονικό την μπερξονική το μπερξονικό
     κλητική μπερξονικέ μπερξονική μπερξονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπερξονικοί οι μπερξονικές τα μπερξονικά
      γενική των μπερξονικών των μπερξονικών των μπερξονικών
    αιτιατική τους μπερξονικούς τις μπερξονικές τα μπερξονικά
     κλητική μπερξονικοί μπερξονικές μπερξονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπερξονικός < γαλλική Henri-Louis Bergson (Γάλλος φιλόσοφος)

  Επίθετο επεξεργασία

μπερξονικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία