bergsonien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bergsonien | bergsoniens |
θηλυκό | bergsonienne | bergsoniennes |
Επίθετο
επεξεργασίαbergsonien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bergsonien | bergsoniens |
θηλυκό | bergsonienne | bergsoniennes |
bergsonien (fr)