Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπελαμάνα οι μπελαμάνες
      γενική της μπελαμάνας
    αιτιατική την μπελαμάνα τις μπελαμάνες
     κλητική μπελαμάνα μπελαμάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπελαμάνα < ιταλική bellamano + < νεολατινική bellamanus < λατινική bella + manus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπελαμάνα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία