μπελαμάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπελαμάνα | οι | μπελαμάνες |
γενική | της | μπελαμάνας | — | |
αιτιατική | την | μπελαμάνα | τις | μπελαμάνες |
κλητική | μπελαμάνα | μπελαμάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπελαμάνα < ιταλική bellamano + -α < νεολατινική bellamanus < λατινική bella + manus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπελαμάνα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπελαμάνα
|
Πηγές
επεξεργασία- μπελαμάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπελαμάνα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μπελαμάνα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)