μπατσιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπατσιώτικος < Μπατσιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /baˈtsço.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐τσιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαμπατσιώτικος, -η, -ο
- ο σχετικός με οικισμό με όνομα Μπατσί ή τους κατοίκους του
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπατσιώτικος
|