μπαρμπούτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαρμπούτι | τα | μπαρμπούτια |
γενική | του | μπαρμπουτιού | των | μπαρμπουτιών |
αιτιατική | το | μπαρμπούτι | τα | μπαρμπούτια |
κλητική | μπαρμπούτι | μπαρμπούτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαρμπούτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική barbut + -ι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαρμπούτι ουδέτερο
- είδος τυχερού παιχνιδιού στο οποίο χρησιμοποιούνται μόνο ζάρια
- (κατ’ επέκταση) κάθε τυχερό παιχνίδι στο οποίο χρησιμοποιούνται μόνο ζάρια