Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπανανόψαρο τα μπανανόψαρα
      γενική του μπανανόψαρου των μπανανόψαρων
    αιτιατική το μπανανόψαρο τα μπανανόψαρα
     κλητική μπανανόψαρο μπανανόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπανανόψαρο < μπανάν(α) + -ό- + -ψαρο < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bananafish (λέξη επινοημένη από τον Αμερικανό συγγραφέα Τζ.Ντ. Σάλιντζερ [1919-2010])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπανανόψαρο ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό)

  • φανταστικό ψάρι που τρέφεται με μπανάνες
    όταν ήμουν έφηβος, ένα από τα αγαπημένα βιβλία μου ήταν Τα μπανανόψαρα του Φίλιππου Μανδηλαρά
    το πιο γνωστό μυθιστόρημα του Σάλιντζερ είναι Ο φύλακας στη σίκαλη του 1951, αλλά πριν από αυτό είχε δημοσιεύσει μερικά διηγήματα, όπως το Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία