Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
μεγάλα φύλλα και ανώριμοι καρποί μιας μπανανιάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπανανιά οι μπανανιές
      γενική της μπανανιάς των μπανανιών
    αιτιατική την μπανανιά τις μπανανιές
     κλητική μπανανιά μπανανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπανανιά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπανανιά θηλυκό

  • (φυτό) ποώδες φυτό του γένους Musa· έχει τεράστια φύλλα με μήκος έως 3 μέτρα, ευδοκιμεί σε τροπικές περιοχές, και παράγει κίτρινο καρπό, την μπανάνα
    ο «κορμός» της μπανανιάς στην πραγματικότητα πρόκειται για περίβλημα που δημιουργείται από τις βάσεις των φύλλων της

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία