Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπαμπακιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μπαμπακιασμέν
ος
η
μπαμπακιασμέν
η
το
μπαμπακιασμέν
ο
γενική
του
μπαμπακιασμέν
ου
της
μπαμπακιασμέν
ης
του
μπαμπακιασμέν
ου
αιτιατική
τον
μπαμπακιασμέν
ο
την
μπαμπακιασμέν
η
το
μπαμπακιασμέν
ο
κλητική
μπαμπακιασμέν
ε
μπαμπακιασμέν
η
μπαμπακιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μπαμπακιασμέν
οι
οι
μπαμπακιασμέν
ες
τα
μπαμπακιασμέν
α
γενική
των
μπαμπακιασμέν
ων
των
μπαμπακιασμέν
ων
των
μπαμπακιασμέν
ων
αιτιατική
τους
μπαμπακιασμέν
ους
τις
μπαμπακιασμέν
ες
τα
μπαμπακιασμέν
α
κλητική
μπαμπακιασμέν
οι
μπαμπακιασμέν
ες
μπαμπακιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
μπαμπακιασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
μπαμπακιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπαμπακιασμένος